- ιχνογραφώ
- (ε) μετ. делать набросок, набрасывать, рисовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιχνογραφώ — ιχνογραφώ, ιχνογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιχνογραφώ — έω [ιχνογράφος] σχεδιάζω κάτι με γραμμές (χωρίς χρώματα), ζωγραφίζω με μολύβι, σκιτσάρω, σκαριφίζω … Dictionary of Greek
ιχνογραφώ — ιχνογράφησα, ιχνογραφημένος, σχεδιάζω με μολύβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρίζω — ιχνογραφώ … Dictionary of Greek
ιχνογράφημα — το η παράσταση μιας μορφής ή ενός αντικειμένου με γραμμές, σχεδίασμα, σκίτσο, ζωγραφιά με μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Λέοντα Μελά] … Dictionary of Greek
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
λευκογραφώ — λευκογραφῶ, έω (Α) ζωγραφίζω ή ιχνογραφώ με λευκό χρώμα σε σκούρο φόντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφῶ < γράφος*)] … Dictionary of Greek
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek
περιχαρακτηρίζω — Μ διαγράφω το περίγραμμα, ιχνογραφώ … Dictionary of Greek
σκαριφώ — σκαριφῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν 1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος 2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω 3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., τού καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την … Dictionary of Greek
σκαριφώ — σκαρίφησα, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)